απότιστος

απότιστος
-η, -ο (AM ἀπότιστος, -ον)
1. αυτός που δεν έχει ποτιστεί
2. αυτός που δεν έχει πιει νερό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀπότιστος — unwatered masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απότιστος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν έχει ποτιστεί: Τη μέρα εκείνη είχαν μείνει τα ζωντανά απότιστα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπότιστον — ἀπότιστος unwatered masc/fem acc sg ἀπότιστος unwatered neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άβρεχτος — και άβρεχτος, η, ο (Α ἄβρεχτος, ον) [βρέχω] αυτός που δεν έχει βραχεί, άβραχος, στεγνός, ξερός, άνυδρος, απότιστος …   Dictionary of Greek

  • ακατάρδευτος — η, ο (Μ ἀκατάρδευτος, ον) [καταρδεύω] ο απότιστος …   Dictionary of Greek

  • ανάρδευτος — η, ο (Α ἀνάρδευτος, ον) αυτός που δεν αρδεύθηκε, ο απότιστος νεοελλ. αυτός που δεν μπορεί να ποτιστεί …   Dictionary of Greek

  • ανύδρευτος — ἀνύδρευτος, ον (Α) ο απότιστος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”